κιλοβατώρα


κιλοβατώρα
Προφορά

Ετυμολογία
κιλοβατώρα └γαλλ┘ kilowattheure

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κιλοβατώρα

✦ μονάδα έργου ή ενέργειας που εκφράζει το έργο που παράγει μηχανή ισχύος 1 κιλοβάτ σε μία ώρα λειτουργίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.