κιβώτιο


κιβώτιο
Προφορά

Ετυμολογία
κιβώτιο αρχαία ελληνική κιβώτιον, υποκοριστικό του ουσιαστικού κιβωτός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κιβώτιο

✦ φορητή θήκη σχήματος ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου ή τετραγώνου από ξύλο ή άλλο υλικό
✦ μπαούλο, σεντούκι
✦ κάσα, κασέλα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.