κιβδηλεία


κιβδηλεία
Προφορά

Ετυμολογία
κιβδηλεία αρχαία ελληνική κιβδηλεία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κιβδηλεία

✦ νόθευση νομίσματος
(μτφ. ) φαυλότητα, ανειλικρίνεια, δολιότητα: λέξεις κενές, παραπλανητικές, ύποπτες κιβδηλείας και καπηλείας (Μ. Ανδρόνικος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.