κιαροσκούρο


κιαροσκούρο
Προφορά

Ετυμολογία
κιαροσκούρο └ιταλ┘chiaroscuro (=φωτοσκίαση)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το κιαροσκούρο

✦ στις εικαστικές τέχνες, τεχνική της απόδοσης του φωτός και της σκιάς ανεξάρτητα από τη χρήση του χρώματος, φωτοσκίαση
✦ τεχνική της ξυλογραφίας κατά τον 16ο αι. κατά την οποία, για τις ανάγκες της φωτοσκίασης τυπώνονται διαφορετικές ξύλινες πλάκες για να αποδοθούν διαφορετικοί τόνοι του ίδιου χρώματος
✦ η χρήση των αντιθέσεων στη μουσική, λογοτεχνία κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.