κιαλάρω
Προφορά
Ετυμολογία
κιαλάρω κιάλι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κιαλάρω
✦ βλέπω με κιάλια, βλέπω από μακριά
✦ παρατηρώ κάτι με ενδιαφέρον
✦ εποφθαλμιώ, «βάζω στο μάτι»: φοβόταν τον πατέρα που είχε κιαλάρει δυο πολύφερνες νύφες (Β. Μοσκόβης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–