κιάλι
Προφορά
Ετυμολογία
κιάλι └ιταλ┘occhiali, πληθ. του occhiale (=οπτικός)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κιάλι
✦ συνήθως στον πληθ. κιάλια, το τηλεσκόπιο
✦ φρ. ούτε με κιάλια δεν θα το δεις, δεν πρόκειται να επιτύχεις αυτό που θέλεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–