κηφήνας
Προφορά
Ετυμολογία
κηφήνας αρχαία ελληνική κηφήν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κηφήνας
✦ το αρσενικό της μέλισσας, του οποίου η μόνη λειτουργία στην κυψέλη είναι να ζευγαρώνει με τη βασίλισσα
✦ (μτφ. ) τεμπέλης, που ζει σε βάρος των άλλων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–