κηρύττω
Προφορά
Ετυμολογία
κηρύττω αρχαία ελληνική κηρύσσω
Ερμηνεία
κηρύττω
✦ κ. κηρύττω κ. κηρύχνω ρ. (κήρ-υξα, -ύχτηκα, -υγμένος κ. κεκηρυγμένος) κάνω κάτι γνωστό, δηλώνω, διακηρύσσω
✦ αναγγέλλω επισήμως, προκηρύσσω: κήρυξαν τον πόλεμο στη χώρα μας
✦ διδάσκω ιδέες και δόγματα, διδάσκω τον θείο λόγο: τον καιρό εκείνο χιλιάδες λαός έτρεχε ν’ ακούσει έναν άγιο άνθρωπο, που γύριζε από χωριό σε χωριό και κήρυχνε τον λόγο του Κυρίου (Πετσάλης-Διομήδης)
✦ καταξιώνω κάποιον σε αξίωμα, του δίνω βαθμό: τον κήρυξαν βασιλιά τους
✦ προπαγανδίζω με γραπτό ή προφορικό λόγο: με τα άρθρα και τις ομιλίες του κηρύσσει τη συναίνεση για τα εθνικά θέματα
✦ (μέσ.) κηρύσσομαι, φανερώνομαι, δηλώνομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–