κηρόδετος


κηρόδετος
Προφορά

Ετυμολογία
κηρόδετος μεταγενέστερη ελληνική κηρόδετος

Ερμηνεία
επίθετο┘ κηρόδετος -η, -ο

✦ ο συγκολλημένος με κερί, που συγκρατείται με κερί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.