κηροσβέστης


κηροσβέστης
Προφορά

Ετυμολογία
κηροσβέστης κηρός + σβήνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κηροσβέστης

✦ εκκλησιαστικό σκεύος που χρησιμοποιείται για το σβήσιμο των αναμμένων κεριών κ. ιδ. εκείνων που βρίσκονται ψηλά (πολυέλαιοι κτλ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.