κηροειδής


κηροειδής
Προφορά

Ετυμολογία
κηροειδής αρχαία ελληνική κηροειδής

Ερμηνεία
επίθετο┘ κηροειδής -ής, -ές

✦ αυτός που μοιάζει κατά τη σύσταση ή το χρώμα με κερί, που έχει τις ιδιότητες του κεριού
✦ πληθ. ουδ. κηροειδή ως ουσ., βιομηχανικά προϊόντα που έχουν υποστεί ανάλογη κατεργασία και χρησιμοποιούνται αντί για κερί για φωτισμό, επάλειψη κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.