κηρογραφία
Προφορά
Ετυμολογία
κηρογραφία μεταγενέστερη ελληνική κηρογραφία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κηρογραφία
✦ ζωγραφική με χρώματα διαλυμένα σε κερί, η εγκαυστική
✦ (συνεκδ.) εικόνα με την τεχνική της εγκαυστικής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–