κηρίο


κηρίο
Προφορά

Ετυμολογία
κηρίο αρχαία ελληνική κηρίον, υποκοριστικό του ουσιαστικού κηρός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κηρίο

✦ κερί
✦ (φυσ.) μονάδα μετρήσεως της έντασης του ηλεκτρικού φωτός |(ιατρ.) μορφή δερματοπάθειας: μολυσματικό κηρίο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.