κηράλειπτος


κηράλειπτος
Προφορά

Ετυμολογία
κηράλειπτος κηρός + αλείφω

Ερμηνεία
επίθετο┘ κηράλειπτος -η, -ο

✦ ο αλειμμένος με κερί
✦ ουδ. κηράλειπτον ως ουσ. παλαιότερη ονομασία του τσιρότου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.