κηπουρικός


κηπουρικός
Προφορά

Ετυμολογία
κηπουρικός αρχαία ελληνική κηπουρικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ κηπουρικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τον κηπουρό και την τέχνη του
✦ θηλ. η κηπουρική ως ουσ., η καλλιέργεια των κήπων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.