κηπεύω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply κηπεύωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/3/κηπεύω.mp3Ετυμολογίακηπεύω αρχαία ελληνική κηπεύω Ερμηνεία└ρήμα┘ κηπεύω ✦ καλλιεργώ κήπο ή σε κήπο ✦ ασχολούμαι με την κηπουρική Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–