κηλίδα


κηλίδα
Προφορά

Ετυμολογία
κηλίδα αρχαία ελληνική κηλίς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κηλίδα

✦ στίγμα, λεκές |(ιατρ.) αλλοίωση του φυσικού χρωματισμού του δέρματος
(μτφ. ) ατιμία, ηθικό στίγμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.