κερώνω


κερώνω
Προφορά

Ετυμολογία
κερώνω κερί

Ερμηνεία
ρήμα κερώνω

✦ αλείφω με κερί
(μτφ. ) γίνομαι κίτρινος σαν κερί, χλομιάζω, μένω άναυδος: το λυχνάρι φώτιζε το κερωμένο πρόσωπό της (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.