κερώνω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply κερώνωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/3/κερώνω.mp3Ετυμολογίακερώνω κερί Ερμηνεία└ρήμα┘ κερώνω ✦ αλείφω με κερί ✦ (μτφ. ) γίνομαι κίτρινος σαν κερί, χλομιάζω, μένω άναυδος: το λυχνάρι φώτιζε το κερωμένο πρόσωπό της (Διδώ Σωτηρίου) Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–