κεροδοσιά
Προφορά
Ετυμολογία
κεροδοσιά κερί + δίνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κεροδοσιά
✦ η προσφορά κεριού σε εκκλησία
✦ το σύνολο των κεριών σε θρησκευτική τελετή: και είδανε το ξόδι σου με την κεροδοσιά του (Διον. Σολωμός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–