κερκόπορτα


κερκόπορτα
Προφορά

Ετυμολογία
κερκόπορτα αγν. ετύμου• Μόνον κατά τον ιστορικό Δούκα (15ος αι.), μικρή πύλη (παραπυλίς) στο τείχος της Κωνσταντινουπόλεως η οποία έμεινε αφύλακτη και μπόρεσαν οι Τούρκοι να εισέλθουν στην Κωνσταντινούπολη το 1453

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κερκόπορτα

(μτφ. ) η λ. για να δηλώσει ότι πολλές φορές μια ασήμαντη φαινομενικά λεπτομέρεια, στην οποία δεν δόθηκε η πρέπουσα προσοχή, αποβαίνει βλαπτική ή και ολέθρια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.