κερκίδα
Προφορά
Ετυμολογία
κερκίδα αρχαία ελληνική κερκίς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κερκίδα
✦ η σαΐτα του αργαλειού
✦ ένα από τα οστά του πήχη του χεριού
✦ (αρχιτ.) το βαθμιδωτό, ανάμεσα σε δύο στενές κλίμακες, τμήμα αρχαίου θεάτρου, αρχαίου ή σύγχρονου σταδίου
✦ (συνεκδ.) οι θεατές ιδ. αθλητικού αγώνα: ενθουσιάστηκε – ξεσηκώθηκε η κερκίδα
✦ φρ. μάχη – πόλεμος της κερκίδας, οι εκδηλώσεις επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας των θεατών αθλητικού αγώνα: τη μάχη της κερκίδας κέρδισαν οι φίλαθλοι της ελληνικής ομάδας – φρ. φτιάχνω κερκίδα, ξεσηκώνω, ενθουσιάζω, παρακινώ τους θεατές αθλητικού αγώνα να εκδηλώσουν τη διάθεσή τους απέναντι σε ομάδα που αγωνίζεται
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–