κερδοφορία


κερδοφορία
Προφορά

Ετυμολογία
κερδοφορία κερδοφόρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κερδοφορία

✦ το να αποφέρει κάτι κέρδος, το να είναι κάποιος επικερδής: η κερδοφορία των επιχειρήσεων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.