κερδοσκόπος
Προφορά
Ετυμολογία
κερδοσκόπος κέρδος + αρχαία ελληνική σκοπέω-ῶ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η κερδοσκόπος
✦ πρόσωπο που επιδιώκει το υπερβολικό κέρδος με όλα τα μέσα: έμποροι κερδοσκόποι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–