κεραυνώνω
Προφορά
Ετυμολογία
κεραυνώνω αρχαία ελληνική κεραυνόω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κεραυνώνω
✦ χτυπώ με κεραυνό, κεραυνοβολώ: στα μαύρα και στα σκότεινα, σαν την κεραυνωμένη ελιά, την ήβρα το άλλο βράδυ (Μ. Μαλακάσης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–