κεραυνός


κεραυνός
Προφορά

Ετυμολογία
κεραυνός αρχαία ελληνική κεραυνός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κεραυνός

✦ ακαριαία και ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση, ανάμεσα σε σύννεφο και έδαφος, αστροπελέκι
(μτφ. ) αιφνίδιο γεγονός, απροσδόκητη είδηση
✦ φρ. κεραυνός εν αιθρία, αιφνίδιο, απροσδόκητο γεγονός: η παραίτηση του υπουργού ήταν κεραυνός εν αιθρία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.