κερατοειδής


κερατοειδής
Προφορά

Ετυμολογία
κερατοειδής μεταγενέστερη ελληνική κερατοειδής

Ερμηνεία
επίθετο┘ κερατοειδής -ής, -ές

✦ όμοιος σε σχήμα με κέρατο
✦ ο αποτελούμενος από κερατίνη
✦ (ανατομ.) κερατοειδής χιτώνας, ο εξωτερικός, διαφανής χιτώνας, ένας από τους τρεις που σκεπάζουν το βολβό του ματιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.