κερατένιος


κερατένιος
Προφορά

Ετυμολογία
κερατένιος κέρατον

Ερμηνεία
επίθετο┘ κερατένιος -ια, -ιο

✦ φτιαγμένος από κέρατο
(μτφ. ) δύσκολος, δυσάρεστος: έβριζε όλη την ώρα την κερατένια μοίρα του (Γ. Μπεράτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.