κερατάς
Προφορά
Ετυμολογία
κερατάς μεσαιωνική ελληνική κερατᾶς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κερατάς
✦ απατημένος σύζυγος (κατά Φ. Κουκουλέ, η σημ. από την παρατήρηση ότι στα κερασφόρα ζώα δεν υπάρχει συζυγική πίστη): ο κερατάς το κέρατο όταν το πρωτονιώσει, σπαθιά μαχαίρια ζώνεται κάποιονε να σκοτώσει· ο κερατάς τα κέρατα σαν κατεβούν μπροστά του, μέλι και γάλα γίνεται με τη νοικοκυρά του (δημ. τετράστ.)
✦ (κατ’ επέκτ. υβριστ.) άθλιος, φαύλος: οι κερατάδες δε μας είχαν αφήσει ούτ’ ένα ντουφέκι (Γ. Μπεράτης)
✦ φρ. του κερατά, για κάτι αναμενόμενο και αυτονόητο για τον ομιλητή: του κερατά, θα τελειώσει η δουλειά σ’ ένα μήνα σίγουρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–