κερασφόρος


κερασφόρος
Προφορά

Ετυμολογία
κερασφόρος αρχαία ελληνική κερασφόρος

Ερμηνεία
επίθετο┘ κερασφόρος -α, -ο

✦ που έχει κέρατα
✦ (μτφ. για πρόσ.) κερατάς: λυπάμαι… το γέρο Εγγλέζο, τον άντρα της. Πρέπει να είναι κερασφόρος, και του αξίζει (Μ. Καραγάτσης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.