κερένιος


κερένιος
Προφορά

Ετυμολογία
κερένιος κερί

Ερμηνεία
επίθετο┘ κερένιος -ια, -ιο

✦ ο φτιαγμένος από κερί: κερένια κούκλα
✦ που έχει το χρώμα του κεριού: τα χέρια τα κερένια (Λ. Πορφύρας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.