κεράτιο
Προφορά
Ετυμολογία
κεράτιο αρχαία ελληνική κεράτιον, υποκοριστικό του ουσιαστικού κέρας
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κεράτιο
✦ μικρό κέρατο, κερατάκι
✦ ξυλοκέρατο, χαρούπι
✦ (μουσ.) πνευστό μουσικό όργανο, το κορνέτο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–