κεκλεισμένος
Προφορά
Ετυμολογία
κεκλεισμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος κλείομαι
Ερμηνεία
κεκλεισμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) κλειστός
✦ (νομ.) κεκλεισμένων των θυρών, (για συνεδριάσεις) με απαγορευμένη την είσοδο στο κοινό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–