κειμενογράφος


κειμενογράφος
Προφορά

Ετυμολογία
κειμενογράφος κείμενον + γράφω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η κειμενογράφος

✦ συντάκτης κειμένων, ιδ. διαφημιστικών
✦ (ηλεκτρον.) (απόδ. του αγγλικά word processor) πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή που χρησιμοποιείται για την εμφάνιση στην οθόνη, εκτύπωση, αποθήκευση κτλ. κειμένου που πληκτρολογείται

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.