καυχησιά


καυχησιά
Προφορά

Ετυμολογία
καυχησιά μεσαιωνική ελληνική καυχησία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η καυχησιά

✦ καύχηση, καυχησιολογία: λόγια μονάχα καυχησιάς λογάριαζέ τα (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα
κομπασμός, κομπορρημοσύνη
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.