καυτός


καυτός
Προφορά

Ετυμολογία
καυτός αρχαία ελληνική καυτός

Ερμηνεία
επίθετο┘ καυτός -ή, -ό

✦ υπερβολικά θερμός, ζεματιστός
(μτφ. ) ζωτικός, που απαιτεί άμεση αντιμετώπιση: καυτά προβλήματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.