κατσιποδιά
Προφορά
Ετυμολογία
κατσιποδιά κατά Γ. Χατζιδάκι, από το κακοποδιά• κατά Β. Φάβη, από το ασυμποδιά• κατ’ άλλους από συγκοπή του κατσικοποδιά
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κατσιποδιά
✦ μεγάλη ατυχία, γρουσουζιά
✦ δυστροπία, γκρίνια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–