κατοπτευτήριος
Προφορά
Ετυμολογία
κατοπτευτήριος μεταγενέστερη ελληνική κατοπτευτήριος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κατοπτευτήριος -α, -ο
✦ ο αναφερόμενος στην κατόπτευση ή ο σχετικός μ’ αυτήν
✦ ουδ. κατοπτευτήριο(ν) ως ουσ., μέρος απ’ όπου γίνεται κατόπτευση, παρατηρητήριο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–