κατολίσθηση
Προφορά
Ετυμολογία
κατολίσθηση μεταγενέστερη ελληνική κατολίσθησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κατολίσθηση
✦ γλίστρημα προς τα κάτω
✦ πτώση από γλίστρημα
✦ (ειδ.) γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων αποσπώμενες από τις πλαγιές βουνών γλιστρούν προς χαμηλότερα σημεία
✦ (κ. μτφ.): μέτρα προς ανάκαμψη της οικονομικής και εκπαιδευτικής κατολίσθησης (Βήμα)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–