κατοικισμός


κατοικισμός
Προφορά

Ετυμολογία
κατοικισμός αρχαία ελληνική κατοικισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κατοικισμός

✦ βλ. κατοίκιση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.