κατιμέρι


κατιμέρι
Προφορά

Ετυμολογία
κατιμέρι └τουρκ┘katmer (= διπλωτός)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κατιμέρι

✦ είδος ανατολίτικου γλυκίσματος, μικρή πίτα που διπλώνεται και στην οποία χύνεται λιωμένο λάδι, βούτυρο και αβγό, και πασπαλίζεται με ζάχαρη ή μέλι
✦ είδος λουλουδιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.