κατησχυμένος
Προφορά
Ετυμολογία
κατησχυμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος καταισχύνομαι
Ερμηνεία
κατησχυμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. αυτός που έχει αισθανθεί μεγάλη αισχύνη, καταντροπιασμένος: μια ηρεμία ουράνια, όπου μπροστά της η ταραχή του κόσμου, εκείνη κατησχυμένη κι όχι εγώ, σταματούσε (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–