κατηγορηματικός


κατηγορηματικός
Προφορά

Ετυμολογία
κατηγορηματικός κατηγόρημα

Ερμηνεία
επίθετο┘ κατηγορηματικός -ή, -ό

✦ που διατυπώνεται απερίφραστα, ρητός: κατηγορηματική άρνηση
✦ (γραμμ.) που έχει θέση κατηγορουμένου
✦ (φιλοσ.) κατηγορηματική προσταγή, η προσταγή που βασίζεται στον καθαρό λόγο και αναφέρεται στην ηθική ουσία της πράξης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
κατηγορηματικά (Κ κατηγορηματικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.