κατευθυντικότητα
Προφορά
Ετυμολογία
κατευθυντικότητα μετάφραση του └αγγλ┘όρου directivity
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κατευθυντικότητα
✦ η ιδιότητα κεραίας να εκπέμπει, να ακτινοβολεί προς μία ή περισσότερες επιλεγμένες κατευθύνσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–