καταρρακτή


καταρρακτή
Προφορά

Ετυμολογία
καταρρακτή └θηλ┘ του αρχαίου ελληνικού καταρρακτός

Ερμηνεία
καταρρακτή

✦ πόρτα που κλείνει οχετό ή αυλάκι, υδατοφράκτης
✦ σιδερένια πόρτα φρουρίου πίσω από τάφρο με νερό: ήνοιξε κρυφίαν τινά καταρρακτήν, διά δε της λαμπάδος… έδειξεν υπόγειον κλίμακα (Αλ. Παπαδιαμάντης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.