καταραμένος


καταραμένος
Προφορά

Ετυμολογία
καταραμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος καταριέμαι

Ερμηνεία
καταραμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. αυτός που τον έχουν καταραστεί ή που είναι άξιος για κατάρα: του ζωντανού θανάτου εμείς χρόνια καταραμένοι (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.