καταπόδι


καταπόδι
Προφορά

Ετυμολογία
καταπόδι αρχαία ελληνική └φρ┘κατά πόδας

Ερμηνεία
καταπόδι

✦ κ. καταπόδι επίρρ. αμέσως μετά από κάποιον, ξοπίσω του: φρ. τον πήρε καταπόδι, τον ακολούθησε από κοντά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.