καταπραϋντικός


καταπραϋντικός
Προφορά

Ετυμολογία
καταπραϋντικός καταπραΰνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ καταπραϋντικός -ή, -ό

✦ που καταπραΰνει, κατευναστικός, ηρεμιστικός: καταπραϋντικό ρόφημα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
καταπραϋντικά (Κ καταπραϋντικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.