καταπραΰνω


καταπραΰνω
Προφορά

Ετυμολογία
καταπραΰνω αρχαία ελληνική κατα-πραΰνω

Ερμηνεία
ρήμα καταπραΰνω

✦ καθησυχάζω, κατευνάζω: ο πόνος καταπραΰνθηκε – είχα καταπραΰνει τότε τις αμφιβολίες μου (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα
καλμάρω, γαληνεύω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.