καταποντισμός


καταποντισμός
Προφορά

Ετυμολογία
καταποντισμός αρχαία ελληνική καταποντισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καταποντισμός

✦ καταβύθιση στη θάλασσα
(μτφ. ) αφανισμός, καταστροφή

Συνώνυμα
βούλιαγμα, φουντάρισμα
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.