καταπολέμηση
Προφορά
Ετυμολογία
καταπολέμηση μεταγενέστερη ελληνική καταπολέμησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η καταπολέμηση
✦ καθυπόταξη με πόλεμο
✦ (μτφ. ) προσπάθεια για εξουδετέρωση ή περιορισμό ανεπιθύμητων καταστάσεων: η καταπολέμηση της φυματίωσης – της φοροδιαφυγής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–